- μαχλότης
- μαχλ-ότης, ητος, ἡ,A = μαχλοσύνη, EM594.24, Sch. Lyc.771.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαχλότης — μαχλότης, ητος, ἡ (Α) [μάχλος] η μαχλοσύνη … Dictionary of Greek
μαχλότητι — μαχλότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԱԽԱԶՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0189 Chronological Sequence: 6c գ. μαχλοσύνη, μαχλότης lascivia. Ցոփութիւն. լկտութիւն. *Կին ժանտատեսիլ՝ ծիրանիս զգեցեալ, յայտնագոյն ցուցանելով զմախազութիւնն: Մախազութիւն խռովիչ ախտիցն եւ այլն. Փիլ. լին. ՟Դ. 93, եւ 238 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)